- μυκούμαι
- μυκοῡμαι, -όομαι (Α) [μύκης](για έλκος) γίνομαι μυκητοειδής, σπογγοειδής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μύκητας — ο (ΑΜ μύκης, ητος, κατά τον Ησύχ. γεν. και μύκου, ιων. τ. γεν. μύκεω) το μανιτάρι, δηλ., κατά τον σύγχρονο ορισμό του, το ορατό ομπρελόμορφο αναπαραγωγικό τμήμα που φέρει τα σπόρια ορισμένων ειδών τής τάξης αγαρικώδη τών βασιδιομυκήτων νεοελλ.… … Dictionary of Greek